άδην

άδην
ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α)
1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας
2. ασταμάτητα, ατελείωτα
3. ἅλις*
4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / -
«κόρος, κορεννύω, χορταίνω» που εμφανίζεται συνήθως επηυξημένη με οδοντικό σύμφωνο: λατ. sat και sat-is «αρκετός, επαρκής, ικανός», αρμεν. at-ok «πλήρης, ανεπτυγμένος», λιθουαν. Sōt-us «κορεσμένος», γοτθ. sōps «χορτασμένος», ελλ. ἅδην (και ἁδ-έω, ἁδ-ρός*, ἁδ-ινός* κ.ά.)
πρβλ. και ρ. *ἄω < *-yō «χορταίνω» που απαντά στους τύπους ἆσαι, ἄμεναι
επίσης το ομηρ. ἄατος «αχόρταγος» < *ņ--tos κ.λπ.. Ο τ. ἅδην θεωρείται ως επίρρ. χρήση παλιάς αιτιατικής πτώσεως ουσιαστικού: () ἅδη -τήν ἅδην - ἅδην (πρβλ. το ονοματ. σύνθ. ἁδη-φάγος < ἅδη + -φάγος). Σημειώνεται, τέλος, ότι από την ίδια ΙΕ ρίζα προέρχονται, κατόπιν διαφόρων εξελίξεων, τα σύγχρονα γαλλ. assez «αρκετά» (< λατ. ad satis), satiete «κορεσμός, αφθονία» (< λατ. satietas), satisfaire «ικανοποιώ» (< λατ. satisfacere), αγγλ. satiate «κορεννύω», satisfy «ικανοποιώ», γερμ. satt «χορτάτος» κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • .άδην — ἅδην , ἅδην to one s fill indeclform (adverb) ἅδην , ἅδος satiety neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδήν — ἀδήν ( ένος), ο, η (Α) βλ. αδένας …   Dictionary of Greek

  • ἄδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅδην — to one s fill indeclform (adverb) ἅδος satiety neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾄδην — ἀείδω il.Parv.. pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾅδην — ᾅδης ao masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… …   Dictionary of Greek

  • ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] …   Dictionary of Greek

  • κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”